Από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του αντάρτικου αγώνα στην Ήπειρο πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ο Ιωάννης Πουτέτσης, από την επαρχία της Λιούντζης του Αργυροκάστρου. Ο Πουτέτσης, ο οποίος γεννήθηκε το 1878, με τη συμμετοχή του σε ένοπλες επιχειρήσεις στα ηπειρωτικά βουνά, από το 1906, σταδιακά αναδείχθηκε στις τάξεις του Ηπειρωτικού Κομιτάτου, φέροντας το ψευδώνυμο Καπετάν Βοργιάς.
Στη πλούσια δράση του, η οποία τον ανέδειξε ως έναν από τους ικανότερους οπλαρχηγούς της Α' Διευθύνσεως (Ιωαννίνων) της Ηπειρωτικής Εταιρείας, συγκαταλέγεται η εξόντωση της ρουμανοκίνητης ομάδας των Σκουμπραίων Μποτάσηδων το φθινόπωρο του 1906 στο χάνι της Ντουραχάνης.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1908, αφού διέφυγε τη σύλληψη ύστερα από τουρκική ενέδρα, ονομάσθηκε οπλαρχηγός στο χωριό Δραγουμή. Χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στα Πράμαντα, διεξήγαγε αρκετές μάχες τόσο με τα τουρκικά στρατεύματα όσο και με αντίστοιχες αλβανικές και ρουμανικές ομάδες ατάκτων.
Δεν έλειψαν και απρόοπτες εξελίξεις, όπως όταν οι οθωμανικές αρχές κατέσχεσαν, τον Οκτώβριο του 1908, ύστερα από έφοδο στο κρησφύγετο του Πουτέτση, σαράντα πρωτόκολλα ορκωμοσίας μυημένων στελεχών. Η θέση του Πουτέτση κατέστη ιδιαίτερα επισφαλής, όμως, αφού κατάφερε να γλιτώσει από το κυνηγητό που είχαν εξαπολύσει εναντίον του οι αρχές, ειδοποίησε εγκαίρως τους 40 συμπατριώτες του, ώστε να διαφύγουν τη σύλληψη. Το συγκεκριμένο περιστατικό, παρόλο που δεν είχε τραγική κατάληξη, προκάλεσε ανησυχία στα οργανωτικά στελέχη του Κομιτάτου και υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία ενός περισσότερο συμπαγούς δικτύου πληροφοριών. Ο Πουτέτσης δρώντας στην ύπαιθρο με το απόσπασμά του, κατάφερε σε πολλές περιπτώσεις να προστατεύει τους ντόπιους πληθυσμούς από τις αλβανικές και ρουμανικές ένοπλες ομάδες, καθώς και από τις αυθαιρεσίες των οργάνων των οθωμανικών αρχών. Ταυτόχρονα, κατά την ένοπλη δράση του, συχνά απευθυνόταν στους χωρικούς και μιλούσε για τη χριστιανική πίστη, γι' αυτό και έλαβε τα προσωνύμια «Παπαγιάννης» και «Άγιος Κοσμάς»,
Φυσικά συνεργάστηκε στενά και με τις εκκλησιαστικές αρχές, όπως με τον Μητροπολίτη Παραμυθιάς Νεόφυτο, αλλά και με τα ανταρτικά σώματα που δρούσαν στην περιοχή του ποιμνίου του.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Η ικανοποίηση ενός ακόμη, κύματος αλβανικών αιτημάτων από την Πύλη, τον Ιούλιο του 1912, προκάλεσε σύσσωμη την αντίδραση των Ηπειρωτών, που εκφράστηκε με μαζικές τηλεγραφικές διαμαρτυρίες προς την Κωνσταντινούπολη, στις οποίες τόνιζαν την ελληνικότητα της περιοχής καθώς και την αντίθεσή τους στις σχετικές απόπειρες βίαιου εξαλβανισμού της Ηπείρου, ενώ ζήτησαν από την Πύλη και την προστασία του Οθωμανικού Στρατού από τις επιθέσεις αλβανικών συμμοριών, που ήταν ιδιαίτερα έντονες στην περιοχή του Αργυροκάστρου. Τελικά αυτού του είδους η κινητοποίηση υπήρξε μάταιη και οι τουρκικές αρχές προχώρησαν στον διορισμό Αλβανών αξιωματούχων στην Ήπειρο. Επιπρόσθετα, Αλβανοί κακοποιοί και φυγόδικοι στρατολογήθηκαν ως χωροφύλακες, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι ληστρικές επιδρομές.
Σε απάντηση αυτής της προκλητικής οθωμανικής πολιτικής δεν άργησε να ενταθεί η ένοπλη δραστηριότητα του Ηπειρωτικού Κομιτάτου. Από τον Ιούνιο του 1912 είχαν εισέλθει στην Ήπειρο τρία ανταρτικά σώματα, υπό τους Καραγεώργο, Περιστέρη και Επαμεινώνδα Παπανίκο. Στο τελευταίο εντάχθηκαν πολλά μέλη του Κομιτάτου από την περιοχή του Μετσόβου. Δεν έλειψαν και οι πρωτοβουλίες Ελλήνων πατριωτών που προέβησαν σε ενέργειες που δεν είχαν την έγκριση της ηγεσίας της οργάνωσης. Έτσι, στις 27 Ιουλίου, δολοφονήθηκε ο πρόεδρος της αλβανικής λέσχης που είχε ιδρυθεί στα Ιωάννινα, ενέργεια όμως που εξέθεσε την ελληνική πλευρά ενώπιον των τουρκικών αρχών και έδωσε το έναυσμα για μαζικές φυλακίσεις. Η δολοφονία πιθανότατα διαπράχθηκε από τον Γρηγόριο Φαρμάκη, από την περιοχή του Αργυροκάστρου, ανιψιό του οπλαρχηγού Πουτέτση. χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική εντολή από το Κομιτάτο ή το προξενείο.
Την πλέον δυναμική δράση επέδειξε και πάλι το απόσπασμα Πουτέτση, το οποίο πέρασε τα σύνορα στις αρχές Αυγούστου και κατευθύνθηκε αρχικά προς τη Θεσπρωτία. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να καταλήξει στις περιοχές Αργυροκάστρου και Δέλβινου, ώστε να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς από τις ακρότητες αλβανικών ομάδων. Τις επόμενες εβδομάδες δόθηκαν σκληρές μάχες, όχι μόνο με άτακτα τμήματα μουσουλμάνων Αλβανών αλλά και με τις τουρκικές διωκτικές αρχές. Ο Πουτέτσης κατόπιν διαταγής από το Ηπειρωτικό Κομιτάτο αναχώρησε από Αραχωβίτσα, πέρασε τον Καλαμά, την επαρχία Πωγωνίου και έφτασε στις 13 Σεπτεμβρίου στην Κρανιά του Δέλβινου. Εκεί έλαβε χώρα συμπλοκή με τμήματα αλβανικών συμμοριών, που αποκρούσθηκαν με επιτυχία και τράπηκαν σε φυγή. Ενώ όμως το κυνηγητό κατά του Πουτέτση γινόταν όλο και πιο έντονο, στις 26 Σεπτεμβρίου βρέθηκε περικυκλωμένος, στο χωριό Τσούκα του Δέλβινου από τουρκικό απόσπασμα επικουρούμενο από Αλβανούς ατάκτους. Στην άνιση σύγκρουση που ακολούθησε, βρήκε μαζί και με άλλους συμπολεμιστές του τον θάνατο.
Η απώλεια του Πουτέτση, ενός από τους ικανότερους οπλαρχηγούς της Α’ Διεύθυνσης, είχε πολύ σοβαρό αντίκτυπο, τον καιρό μάλιστα που το Ηπειρωτικό Κομιτάτο επεδίωκε την ενίσχυση της ένοπλης δραστηριότητας για την αντιμετώπιση των τουρκικών και αλβανικών τμημάτων που δρούσαν στην Ήπειρο και μάλιστα λίγες μόνο ημέρες πριν ξεσπάσει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Πηγές: amyntika.gr, Βικιπαίδεια