«Εάν στύψεις όλους τους πολιτικούς κρατούμενους Βορειοηπειρώτες ζωντανούς και πεθαμένους για την μεγάλη και αναμφισβήτητη προσφορά τους προς το Ελληνικό Έθνος, το άστρο του Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη λάμπει στους ουρανούς της Βορείου Ηπείρου και δεν σβήνει ποτέ» είπε στο «Λαϊκό Βήμα» ο πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης Πολιτικών Κρατουμένων από την ιδιαίτερη πατρίδα μας, πριν αυτή η Επιτροπή παραδώσει το έργο στην πολιτική ηγεσία του ελληνικού ΥΠΕΞ.
Ευθύς μετά το μεγάλο άνοιγμα στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, οι πολιτικοί κρατούμενοι που είχαν γλιτώσει από τα γκουλάγκ του Ενβέρη έτυχαν θερμής υποδοχής από το εθνικό κέντρο, ενώ εφοδιάστηκαν και με ελληνικά διαβατήρια.
Όποια βορειοηπειρωτική πέτρα και εάν σηκώσεις, από κάτω θα βρεις ένα εθνικό ήρωα της πατρίδας μας. Όποιο τραγούδι και να ακούσεις έχει μέσα τα ντέρτια και τους καημούς μιας ολόκληρης γενιάς που ξεψύχησε από τα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια που επινόησε ο πιο διεστραμμένος ανθρώπινος νους. Τα θύματα του ολοκληρωτισμού αντιστάθηκαν και έμειναν με το κεφάλι ψηλά συνεχίζοντας την παράδοση των προγόνων μας, πως το χρέος για την πατρίδα είναι η μεγαλύτερη τιμή.
Η ιστορία του Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη
Γεννήθηκε το 1908 στην Δρούβιανη της Βορείου Ηπείρου. Με την βοήθεια του παππού του που ήταν εκλεκτό μέλος της Ελληνικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη και την προτροπή της μητέρας του τελείωσε το δημοτικό και γυμνάσιο στην Κέρκυρα και την Οδοντιατρική Αθηνών αριστούχος.
Παρά τις δελεαστικές προτάσεις από το ίδιο το Πανεπιστήμιο, να παραμείνει ως καθηγητής προτίμησε το Αργυρόκαστρο γιατί ήθελε, όπως έλεγε ο ίδιος, να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Εγκαταστάθηκε στην θρυλική πρωτεύουσα της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου όπου έγινε και πρωτεργάτης δημιουργίας του Εθνικού Μετώπου.
Στην ταράτσα του σπιτιού του κυμάτιζε πάντα η ελληνική σημαία, ενώ στο υπόγειο είχε εγκαταστήσει ολόκληρο μηχανισμό μετάδοσης πληροφοριών και επικοινωνούσε με το αρχηγείο της θρυλικής VIIIης Μεραρχίας στα Ιωάννινα.
Την 7η Απριλίου, ημέρα που οι Ιταλοί επέλασαν στο Αργυρόκαστρο, το πρώτο σπίτι που βομβάρδισαν ήταν αυτό με την ελληνική σημαία του γιατρού Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη. Εκείνη τη μοιραία ημέρα έπεσε νεκρή η σύντροφός του Ανδρονίκη Θάνου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, παρά το βαρύ πένθος ο λεβεντογιατρός από τη Δρούβιανη συνέχισε τον αγώνα με τους υπόλοιπους βορειοηπειρώτες, ενώ συμμετείχε ενεργά σε όλες τις πρωτοβουλίες της ΜΑΒΗ. Μετά την εκτέλεση του αείμνηστου Βασίλη Σιαχίνη, του πρώτου προέδρου της ΜΑΒΗ, ανέλαβε πλέον τη θέση του προέδρου της οργάνωσης. Εν τω μεταξύ, στα δύσκολα εκείνα χρόνια νυμφεύθηκε την Μαρία Σπετσαρία από Αμπελόκηπους Αθηνών (με καταγωγή απ’ τον Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας) με την οποία απέκτησε τον Γιώργο, πρώην πολιτικό κρατούμενο και τέως πρόεδρο της ΟΜΟΝΟΙΑΣ.
Της φυλακής τα σίδερα ήταν για τους Έλληνες
Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, οι Αλβανοί κομμουνιστές υπόσχονταν αυτοδιάθεση στην ελληνική κοινότητα, ενώ πισώπλατα μαχαίρωναν όσους Έλληνες πολεμούσαν για τα ελληνικά ιδανικά. Η πιο κραυγαλέα περίπτωση ήταν αυτή του Λευτέρη Τάλιου, ο οποίος σκοτώθηκε γιατί ήταν Έλληνας και μετά την απελευθέρωση ανακηρύχθηκε «ήρωας του αλβανικού λαού».
Μετά το 1944 η αργυροκαστρίτικη κλίκα του Ενβέρ Χότζα σε συνεργασία με τα μειονοτικά αλητόπαιδα του βουνού, δηλητηριασμένα φανατικά απ’ την αρρώστια του αιώνα, τον κομμουνισμό, εξαπέλυσε λυσσαλέα επίθεση κατά του ελληνικού στοιχείου, φυλακίζοντας και εκτελώντας τα καλύτερα παιδιά της Βορείου Ηπείρου. Ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης ήταν ένας εξ αυτών.
Ο πρώην πολιτικός κρατούμενος Νίκος Ζέρης αφηγείται...
«Στις 28 Δεκεμβρίου 1945 συνελήφθη ο οδοντίατρος Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης, ο ηρωικός ιερέας Αλέξανδρος Καλούδης από Πρεμετή, ο Κώστας Θάνος δάσκαλος από Γόριτσα, ο Γιάννης Δήμας και η σύζυγός του Καλλιόπη από Λιούγκαρη, ο Μιχάλης Βράνος δάσκαλος από Βουλιαράτες, ο Κώστας Κυριάκος λειτουργούσε νερόμυλο, ο Ιωάννης Ηγουμενίδης γαμπρός του Κυριάκου και ο Βασίλης Ριστάνης από την ελληνική ψηλότερα Πρεμετής. Η Καλλιόπη Δήμα συνελήφθη στο Ραντάνι, ζαλωμένη με ελληνικές εφημερίδες τις οποίες μετέφερε κρυφά στο Αργυρόκαστρο. Με την ίδια ομάδα συνελήφθη ο Βασίλης Σιούκα από Άγιο Νικόλαο και ο Αθανάσιος Νάνο από Άνω Δρόπολη.
Μας έκλεισαν απανωτούς στην τότε καθολική εκκλησία της πόλης και το ίδιο απόγευμα μας άρχισαν τα φρικτά βασανιστήρια. Για να σπάσουν το ηθικό μας, μας έκαναν ομαδικά βασανιστήρια. Θυμάμαι τον μέγα βασανιστή των Δροπολιτών τον “Xhemal”, ο οποίος ζητούσε να πιει αίμα από μας. Επίσης πολύ αυστηρός και με πέτρινη ψυχή ήταν ο Jashar Kasimati, διευθυντής της ασφάλειας του quark. Ο αδικοκρατούμενος Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης τυραννίστηκε με μανία από τον δήμιο του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού τον εισαγγελέα Γιώργο Κώτσια. «Θυμάμαι», μας αφηγείται με τρεμάμενη φωνή ο Νίκος Ζέρης, «μια καταραμένη μέρα αφού τον ξεγύμνωσαν, τον έδεσαν από τα γεννητικά του όργανα και τον τραβούσαν στον δεύτερο όροφο της καθολικής εκκλησίας με σκοπό να του αποσπάσουν μαρτυρία και να ενοχοποιήσει τους υπόλοιπους συνεργάτες του. Το παλικάρι όμως δεν λύγισε. Το μόνον που έκανε, φώναζε τη μάνα του τη Γιαννούλα και έλεγε: «Είμαστε αθώοι».
Ο Γρηγόρης και όλοι εμείς ήμασταν αθώοι, το μόνο «αμάρτημά μας η ελληνική μας καταγωγή».
«Θάνατος στον φασισμό»
Δυστυχώς οι βασανιστές μας ήταν Έλληνες. Ο αρχιβασανιστής Γιώργος Κώτσιας, να μη λιώσει ποτέ κάτω από τη γη. Ο Στρατής Παπάς, δήμιος των δημίων. Ο Βασίλης Νάστος, ο Πέτρος Βοδινός, ο Χαράλαμπος Παπάς, ο Γιάννης Πάνος, ο Κώστα Δράζιος από Χλωμό, ο Λίτσης από Δερβιτσάνη, ο Μιλτιάδης Παπάς και άλλοι.
Πολλές φορές οι βασανιστές μας επισκέπτονταν στις φυλακές με τις γυναίκες τους, οι οποίες μας κατηγορούσαν για σκυλάκια των Ελλήνων μοναρχοφασιστών και μας λοιδορούσαν. Ήταν τότε που ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης είπε το αμίμητο: «Ου σεις με λοιδορείτε, αλλά ο τόπος και ο χρόνος». Στο προαύλιο της εκκλησίας, όταν μας έβγαζαν όλους μαζί, ο οδοντίατρος ήταν εμψυχωτής όλων μας. Μάλιστα σέρναμε και χορούς. Θυμάμαι τον παπά Καλούδη που τραγουδούσε τον Ντελί παπά... Ενώ το Γρηγόρη, έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή.
Ήρθε η ώρα της μεγάλης δίκης. Πρόεδρος του στρατοδικείου ο συνταγματάρχης Bexhet Mema από Μπολένα Κουρβελεσίου. Από τους 13, ο Γρηγόρης καταδικάστηκε εις θάνατο. Η δίκη ήταν φαρσοκωμωδία, ενώ συνελήφθγ στην αίθουσα ο δικηγόρος Βασίλης Τζιας που υπερασπιζόταν τον Λαμποβιτιάδη γιατί ήρθε σε αντιδικία με τον κακόφημο εισαγγελέα Γιώργο Κώτσια, αφού κατήγγειλε τα απάνθρωπα βασανιστήρια που έγιναν στον πελάτη του.
Το μόνον που ζήτησε ο θανατοποινίτης πλέον από τους δημίους ήταν να πάρει αγκαλιά τον μικρό γιο του Γιώργο, τον οποίο έσφιξε στην αγκαλιά του και του άφησε υποθήκη: «Όταν μεγαλώσεις, να πάρεις το αίμα μου πίσω».
«Οι προδότες στην τριχιά»
Η SIGURIMI είχε μαζέψει έξω από τα δικαστήρια τους γύφτους της πόλης, οι οποίοι κατά παραγγελία φώναζαν: «Οι προδότες στην τριχιά (σκοινί)», «Θα τους κάψουμε σαν τις ακρίδες», «Θάνατος στον φασισμό», «Οι μοναρχοφασίστες στο απόσπασμα» και άλλα.
Ο πρώτος που βγήκε από το δικαστήριο ήταν ο Γρηγόρης για τον οποίο το πλήθος ζητούσε να τον λιντσάρουν ενώ εμάς που βγήκαμε αλυσοδεμένοι όλοι μαζί, μας έλουσαν με μαύρα νερά και ανθελληνικά συνθήματα οι γύφτοι του κάστρου.
Μας πήγαν όλους στον Καλιά ύστερα από 20 βασανιστικές ημέρες στην δικαστική αίθουσα. Καταδικαστήκαμε με βαριές ποινές, πολλά χρόνια φυλάκισης, ενώ ο ιερέας Αλέξανδρος Καλούδης εκτελέστηκε μετά τον Γρηγόρη, αφήνοντας παρακαταθήκη το παρακάτω τραγούδι το οποίο τραγουδούσαν οι φυλακισμένοι Βορειοηπειρώτες στο προαύλιο της φυλακής:
Στης φυλακής τα σίδερα
οπ’ είμαστε κλεισμένοι
εδώ φαίνονται οι συγγενείς
κι οι φίλοι οι αγαπημένοι.
Φυλακισμένο άνθρωπο
κάτσε κουβέντιασέ τον
και πες του λόγια από καρδιά
και παρηγόρησέ τον.
Του Υμηττού τα λούλουδα
του Ολύμπου το θυμάρι
σ’ ανάθρεψαν σου χάρισαν
ρίζες για κάθε χάρη.
Την πρωτιά, 25 χρόνια στα κάτεργα, είχε ο Μιχάλης Βράνος από τους Βουλιαράτες. Ο Λαμποβιτιάδης έμεινε μόνος ώσπου ήρθαν ένα βράδυ, τον πήραν από το κελί του και δεν τον ξαναείδαμε.
Η πιο κακόφημη παρέα των Γιώργου Κώτσια, Στρατή Παπά, του Λίτσης από Δερβιτσάνη, του Γιάννη Πάνου, του Βασίλη Νάστου, του Πέτρου Βοδινού, του Σιώρη Σιάνου, του Κώστα Δράζιου, του Μιλτιάδη Παππά και άλλων εκτέλεσε κάτω από μια γκορτσιά στα σύνορα με το Λαζαράτι τον ήρωα Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη.
Ο Γρηγόρης έπεσε από τις σφαίρες των δημίων με το όνομα της ΕΛΛΑΔΑΣ στο στόμα και ξεψύχησε με το παράπονο γιατί οι «Έλληνες» (λέει η σύζυγός του Γρηγόρη Μαρία, σε μια επιστολή προς τη μητέρα της στην Αθήνα: «Ντροπή να λέγονται Έλληνες τέτοιου είδους τέρατα, ντροπή να λέγονται χριστιανοί. Αυτοί είναι οι πουλημένοι στην ψυχή στους Αλβανούς δημίου γενίτσαροι, αλητόπαιδα του βουνού, οι εγκληματίες της Βορείου Ηπείρου») να σκοτώνουν τους Έλληνες. Περάσανε 61 χρόνια και το αστέρι του ήρωα Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη δεν σβήνει ποτέ στους βορειοηπειρωτικούς ουρανούς».
(αναδημοσίευση από την Εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα», 31/5/2007, άρθρο Β. Ιατρού)
από την ιστοσελίδα της ΣΦΕΒΑ
Ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης με τη σύζυγο του
Η Μαρία Σπετσαρία με τον μικρό Γιώργο Λαμποβιτιάδη