Ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος (8 Μαρτίου1863 - 24 Ιουνίου1920) ήταν Έλληνας πολιτικός, που ανέλαβε Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου (1914) καθώς και δύο φορές Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας. Καταγόταν από το Κεστοράτιο, χωριό βόρεια τουΑργυροκάστρουκαι ήταν ο γιος του Εθνικού ΕυεργέτηΧρηστάκη Ζωγράφου. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στοΠαρίσικαι τοΜόναχο.Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε εντατικά με την βελτίωση των καλλιεργειών στα μεγάλα πατρικά κτήματα που διέθετε στην περιοχή τηςΘεσσαλίας. Ταυτόχρονα, υποστήριζε την εκούσιααπαλλοτρίωσητων μεγάλων περιουσιών και ο ίδιος μάλιστα πούλησε σε ακτήμονες, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, μέρος των κτημάτων του. Το 1905 εισήλθε στον πολιτικό στίβο, εξελέγη βουλευτήςΚαρδίτσας, ωςδηλιγιαννικός, ενώ το 1906 επανεξελέγη, ωςραλλικός. Το 1909 υπήρξε Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη (7 Ιουλίου - 15 Αυγούστου).
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1913) ορίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο γενικός κυβερνήτης της απελευθερωμένης από τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου. Υπηρέτησε ως Κυβερνήτης το διάστημα 29 Μαρτίου - 31 Δεκεμβρίου 1913.
Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδίκασαν τη Βόρεια Ήπειρο στο νεοσυσταθέν κράτος της Αλβανίας, οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου σχημάτισαν υπό την Προεδρία του προσωρινή Κυβέρνηση στις 15 Φεβρουαρίου 1914, ανακηρύσσοντας την αυτονομία της περιοχής.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχτηκε επισήμως η αυτονομία και σε συγκινητική τελετή στοΑργυρόκαστροπραγματοποιήθηκε η υποστολή της ελληνικής σημαίας και η έπαρση της σημαίας της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου.
Μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του Βορειοηπειρώτικου Στρατού των Αυτονομιστών κατά των Αλβανών, την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας και την επανείσοδο του ελληνικού στρατού στην περιοχή (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος αποσύρθηκε από τη Βόρεια Ήπειρο, παραδίδοντας τη διοίκηση της περιοχής στις ελληνικές αρχές.
Ακολούθως, επανεκλέχθηκε βουλευτής και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Παραιτήθηκε από το αξίωμα αυτό και λίγο αργότερα (Δεκέμβριος 1914) εκλέχθηκε συνδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, θέση που διατήρησε ώς το Σεπτέμβριο του 1917, με ολιγόμηνη διακοπή. Κατά το διάστημα της διακοπής αυτής (25 Φεβρουαρίου-10 Αυγούστου 1915) διατέλεσε και πάλι Υπουργός Εξωτερικών σε κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη. Αγωνίστηκε σε αυτό το διάστημα για την είσοδο της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, καθώς θεώρησε ότι αυτή η κίνηση θα ωφελούσε σημαντικά τα εθνικά συμφέροντα. Όμως δεν εισακούστηκε και αποχώρησε από την κυβέρνηση.
Υστεροφημία
Κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία (1945-1989), ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος όπως και ο πατέρας του, θεωρήθηκαν από το επίσημο κράτος ως εχθροί. Αυτό είχε ως συνέπεια όσοι έφεραν το επώνυμο «Ζωγράφος» (είτε συγγενείς είτε όχι) να εκδιωχθούν από το Κεστοράτιο.
Μετά το 1989 όμως το γεγονός αυτό αποτέλεσε παρελθόν και σήμερα το «Ζωγράφειο Διδασκαλείο» Κεστορατίου, που είχε ιδρύσει ο Χρηστάκης-Ζωγράφος και είχε πάψει να λειτουργεί εδώ και δεκαετίες, ανακαινίσθηκε και μετατράπηκε σε μουσείο.
Τα Αυτονομιακά τμήματα αφού πλησίασαν κατά τη νύκτα προς τις 23 Ιουνίου 1914 τις εχθρικές θέσεις, τη χαραυγή μετά από ορμητική έφοδο ανέτρεψαν τους Αλβανούς από τις οργανωμένες θέσεις τους στα Υψώματα Καζάνι. Στη συνέχεια μετά την κατάληψη των αντικειμενικών σκοπών και τη σύντομη ανασυγκρότηση των τμημάτων, οι φάλαγγες συνέχισαν τις επιθετικές τους ενέργειες σύμφωνα με την προσωπική εκτίμηση της καταστάσεως από τους διοικητές τους και μέσα στο ευρύ περιθώριο πρωτοβουλίας που τους έδινε η διαταγή επιθέσεως του Αρχηγού Γεώργιου Τσόντου - Βάρδα. Ενώ τα σώματα του Παύλου Γύπαρη και Παναγιώτη Γερογιάννη με διαταγή του Τσόντου - Βάρδα κατευθύνθηκαν προς τα χωριά της Κολώνιας Στίκα και Μπούτκα για να συναντήσουν τα τμήματα της Κολώνιας του Λοχαγού Νικόλαου Τσίπουρα, οι φάλαγγες του Γεώργιου Κονδύλη και Επαμεινώνδα Γραβάνη στράφηκαν προς τα βόρεια υψώματα του χωριού Νικολίτσα που κατέχονταν από εχθρικές δυνάμεις.
Το Σώμα του Οπλαρχηγού Μιχάλη Τσόντου κατέλαβε μέχρι τις 09:20 το χωριό Νικολίτσα, ενώ ο Ανθυπασπιστής Ηλίας Λουτσάρης (της φάλαγγας Ε. Γραβάνη) κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Αρέζα και να λάβει την επαφή με τον εχθρό που κατείχε τα βόρεια του χωριού υψώματα.
Η επίθεση στο δεξιό άκρο, στην κατεύθυνση Μπιγλίστα – Πρόγκρι – Σβέζντα κατά μήκος της κοιλάδας του Δεβόλη ποταμού εξελισσόταν επίσης ικανοποιητικά. Μέχρι τις 06:00 τα τμήματα του Λοχαγού Γεώργιου Μαυραντζά, που είχαν ενισχυθεί από τα Σώματα των Οπλαρχηγών Ιωάννη Καραβίτη, Κωνσταντίνου Παπαδοκώστα, και του Ανθυπασπιστή Λεωνίδα Παπαγεωργίου, κατόρθωσαν να καταλάβουν τα χωριά Μουτσουρίστα και Γκολομπέρντα (διάβαση Τσαγκόνι) και βρίσκονταν μπροστά στη Σβέζντα (αρχαίος Σελασφόρος), όπου συνάντησαν ισχυρή αντίσταση. Μετά από σκληρό αγώνα οι δυνάμεις του Λοχαγού Γ. Μαυραντζά ανέτρεψαν τους Αλβανούς και συνέχισαν την προέλαση τους προς τη λίμνη Μαλίκ. Οι απώλειες των Αυτονομιακών ήταν 3 νεκροί, ο οπλαρχηγός Σεϊμάνης με 2 άνδρες και 15 τραυματίες.
Ο Λοχαγός Γ. Κονδύλης ανέφερε στον Αρχηγό Γ. Τσόντο – Βάρδα για την εξέλιξη της επιθέσεως στην περιοχή Καζάνι – Νικολίτσα και ζήτησε την υποστήριξη του ουλαμού πυροβολικού, για να εισδύσει στην περιοχή της Κολώνιας. Τελικά μετά από διαταγή οι φάλαγγες του Γ. Κονδύλη και Ε. Γραββάνη στράφηκαν προς τα κατεχόμενα από τους Αλβανούς βόρεια υψώματα της Άρζας. Ο εχθρός, μετά από εύστοχη βολή του ουλαμού πυροβολικού, τράπηκε σε άτακτη φυγή προς τα υψώματα του όρους Μοράβα.
Ο Αρχηγός των Αυτονομιακών Δυνάμεων Κορυτσάς Γ. Τσόντος – Βάρδας εισήλθε στο χωριό Ντάρδα, όπου διέταξε τη συγκέντρωση και διανυκτέρευση των Σωμάτων των φαλάγγων Γεώργιου Κονδύλη, Επαμεινώνδα Γραββάνη και Βασίλειου Παπακώστα (εφεδρεία).
Τις πρωινές ώρες της επομένης προωθημένα τμήματα αναγνωρίσεως των Αυτονομιακών Δυνάμεων που κινήθηκαν προς τα δυτικά, πέρα από την κορυφογραμμή του Μοράβα, ανέφεραν ότι δεν συνάντησαν εχθρική αντίσταση. καθώς και ότι τα περισσότερα χωριά του κάμπου της Κορυτσάς είχαν πυρποληθεί. Σύμφωνα δε με πληροφορίες ιδιώτου Οθωμανού η φρουρά της Κορυτσάς αποτελούνταν από 85 άνδρες. Ο Αρχηγός Τσόντος – Βάρδας ανέφερε με τηλεγράφημα του προς την Αυτονομιακή Κυβέρνηση, στις 24 Ιουνίου, την προώθηση των Αυτονομιακών Δυνάμεων και την πρόθεση του να συνεχίσει τις επιχειρήσεις.
Τα τμήματα του Υπολοχαγού Παναγιώτη Γεωργακόπουλου, στις 23 Ιουνίου, κατέλαβαν το χωριό Μπόζιγκραντ και το χωριό Σενίτσα. Τα αλβανικά τμήματα στα δυτικά του Δεβόλη ποταμού, μεταξύ των χωριών Μπόζιγκραντ και Χοτσίστας, καταδιωκόμενα από τους Αυτονομιακούς διασκορπίσθηκαν προς τις διαβάσεις του Μοράβα και τα τμήματα του Υπολοχαγού Π. Γεωργακόπουλου ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Λοχαγού Γ. Μαυραντζά στην περιοχής της Σβέζντας.
Σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεως των Αυτονομιακών, προβλεπόταν σε συνδυασμό με την επίθεση ανατολικά των δυνάμεων της δυτικής Μακεδονίας του Τσόντου – Βάρδα και παράλληλη ενέργεια από τα νότια των τμημάτων της Κολώνιας του Λοχαγού Ν. Τσιπούρα.
Από τις πρωινές ώρες της 23ης Ιουνίου, οι κύριες δυνάμεις της περιοχής Κολώνιας, υπό τις διαταγές του Αρχηγού Νικολάου Τσιπούρα, επιτέθηκαν στην κατεύθυνση Ερσέκα – Κιάφε Κιάριτ – Κορυτσά, ενώ το Σώμα του Έφεδρου Υπολοχαγού Ευγένιου Στράτου κινήθηκε στην κατεύθυνση Λουμπένια – Βυθκούκι – Ερσέκα για την κάλυψη από δυτικά της ίδιας προσπάθειας.
Μετά από ασήμαντες συγκρούσεις τα τμήματα κατέλαβαν, μέχρι τη νύχτα προς 24 Ιουνίου, τη γραμμή χωριό Βυθκούκι – διάβαση Κιάφε Κιάριτ, όπου και εγκατέστησαν προφυλακές.
Τις βραδινές ώρες έφτασαν στη διάβαση Κιάφε Κιάριτ, κοντά στο χωριό Φλόκι, όπου και διανυκτέρευσαν τα Σώματα Γύπαρη και Γερογιάννη. Την επομένη το πρωί, 24 Ιουνίου 1914, τα Αυτονομιακά τμήματα συνέχισαν την προέλαση τους χωρίς να συναντήσουν εχθρική αντίσταση. Αντιπροσωπεία κατοίκων της Κορυτσάς, που συνάντησαν κατά την κίνηση τους σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την πόλη, ανέφερε στους Αρχηγούς των Αυτονομιακών, ότι τη νύχτα οι Αλβανοί είχαν εγκαταλείψει την πόλη.
Οπλαρχηγός
Παύλος Γύπαρης
Το προπορευόμενο Σώμα του Παύλου Γύπαρη εισήλθε στην Κορυτσά στις 08:00, ακολουθούμενο από το Σώμα του Παν. Γερογιάννη και τα τμήματα της Κολώνιας του Νικ. Τσιπούρα, μέσα σε έξαλλο ενθουσιασμό των Ελλήνων κατοίκων που γιόρταζαν για δεύτερη φορά την Απελευθέρωση τους. Οι Αρχηγοί έλαβαν αυστηρά μέτρα τάξης, τα οποία εφαρμόσθηκαν με απόλυτη ακρίβεια και οι Αυτονομιακές Δυνάμεις κατέλαβαν κατάλληλες θέσεις στην έξοδο της πόλης και στα γύρω υψώματα, γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι δυνάμεις προσκείμενες στον Εσσάτ Πασά πλησίαζαν την πόλη από τα βόρεια.
Ο Ταγματάρχης Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας, που ειδοποιήθηκε για την απελευθέρωση της Κορυτσάς, αναχώρησε από τη Ντάρδα και έφτασε στην πόλη τις βραδινές ώρες της ίδιας μέρας, απ’ όπου απέστειλε σχετικό τηλεγράφημα στην Προσωρινή Κυβέρνηση του Γεώργιου Χρ. Ζωγράφου.
Το τηλεγράφημα για την Απελευθέρωση της Κορυτσάς έφτασε στο Δέλβινο ενώ συνεδρίαζε η Συντακτική Συνέλευση για να λάβει απόφαση σχετικά με την επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας. Η Συνέλευση «τιμής ένεκεν» διέκοψε τις εργασίες της και η Προσωρινή Κυβέρνηση, αφού συνεχάρη τον Γεώργιο Τσόντο – Βάρδα για την επιτυχία, εξέδωσε γενική εγκύκλιο διαταγή προς τον Στρατό της Αυτόνομης Ηπείρου με την οποία συνέχαιρε τους αγωνιστές και τους παρότρυνε να συνεχίσουν τον αγώνα τους με το ίδιο θάρρος, μέχρι να δικαιωθούν οι θυσίες τους.
Ο Ευάγγελος (ή Ευαγγέλης) Ζάππας γεννήθηκε στο χωριό Λάμποβο (του Ζάππα) στη Βόρειο Ήπειρο το 1800. Ήταν ο νεότερος γιος του Βασίλη Ζάππα, έμπορος από τους σημαντικούς της περιοχής και της Σωτηρίας, το γένος Μέξη. Το χωριό ανήκε στην επαρχία Τεπελενίου, πατρίδα του Αλή Πασά.
Ο Ευαγγέλης, σε ηλικία 13 ετών, στρατολογήθηκε απ’ τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα Γιάννενα. Με τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή, ο Ζάππας βρέθηκε στο στρατόπεδο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων το 1821 και τέθηκε υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη. Έγινε, μάλιστα, υπασπιστής και τον ακολούθησε. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ο πολέμησε με τον Κωνσταντίνο Μπότσαρη, αδερφό του ήρωα, και στη συνέχεια με τον στρατηγό Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Γκούρα, και συναγωνιστές τον Μακρυγιάννη, τον Νοταρά και τον Πανουργιά. Το 1824, έγινε ταξίαρχος και διοίκησε τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, πολέμησε με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στο τέλος της Επανάστασης αρνείται την χρηματική αποζημίωση για τους αγωνιστές και μεταναστεύει στο Βουκουρέστι το 1831. Η περιοχή αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών είχε την περίοδο εκείνη μεγάλη ελληνική παράδοση, από την εποχή που η Υψηλή Πύλη διόριζε Φαναριώτες στις διοικητικές θέσεις. Ο Ζάππας εγκαταστάθηκε στη Βλαχία, όπου η κοινωνικοοικονομική δομή της περιοχής χαρακτηριζόταν από την ισχνότητα αστικών κέντρων και τα μεγάλα κτήματα και εντάχθηκε στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιώντας ένα εκλεπτυσμένο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Φρόντισε να εξοικειωθεί με τους άρχοντες και τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών οι οποίοι διαχειρίζονταν τα μοναστηριακά κτήματα, ακολουθώντας την τακτική και άλλων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή της Γιαλόμιτζας, κοντά στο Βουκουρέστι. Σε τρεις περίπου δεκαετίες απέκτησε τεράστια περιουσία και αντίστοιχα εισοδήματα. Με τη μακροχρόνια απουσία του απ' την Ελλάδα και το ρίζωμα του στη βλαχική κοινωνία ο Ευαγέλλης απέκτησε τη θέληση να ευεργετήσει και την Ελλάδα και τη Βλαχία.
Ο κύριος αποδέκτης των ευεργεσιών του ήταν φυσικά η Ελλάδα, με την πιο εντυπωσιακή εκδήλωση της προσφοράς του να είναι το εγχείρημα αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1856 έγραψε στο βασιλιά Όθωνα προσφέροντας 400 μερίσματα της Εθνικής Ατμοπλοΐας ώστε τα κέρδη να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση των Ολυμπιακών Αγώνων και για τα βραβεία των νικητών. Ο Ευάγγελος Ζάππας, μαζί με τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα τιμούνται ως εθνικοί ευεργέτες από το 1859, όταν ιδρύθηκαν τα "Νέα Ολύμπια", έκθεση γεωργική, τεχνική και βιομηχανική που ορίστηκε να πραγματοποιούνται ανά τετραετία, ενώ την ίδια χρονιά κατάφερε να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε μια πλατεία της Αθήνας. Στη διαθήκη του άφηνε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με το οποίο χρηματοδότησε τους αγώνες του 1870 και 1875 που πραγματοποιήθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο που επίσης αναστύλωσε. Οι Ζάππειοι αγώνες του 1859, 1870 και 1875 ήταν επίσης διεθνείς αφού συμμετείχαν αθλητές από την Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Ευαγγέλης Ζάππας αναβιώνοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες για πρώτη φορά από την Αρχαιότητα, έθεσε τη βάση για τους μεγάλους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, από τον Βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή που ιδρύθηκε το 1894. Χρηματοδότησε επίσης τη δημιουργία του Μεγάρου που φέρει το όνομα του, το Ζάππειο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τους αγώνες ξιφασκίας στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 και ως κέντρο τύπου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ενώ παραμένει έως σήμερα κεντρικός εκθεσιακός χώρος. Το 1863 προσβλήθηκε από ψυχική νόσο.
Ο Ευαγγέλης Ζάππας πέθανε στις 19 Ιουνίου του 1865 στο Μπροστένι, και ο ξάδερφος του Κωνσταντίνος (ο οποίος διαχειρίστηκε μετά θάνατον την περιουσία του σύμφωνα με τη διαθήκη του) στις 20 Ιανουαρίου του 1892 στο Μάντον της Γαλλίας. Ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους το διέθεσαν για κοινωφελείς και εθνικούς σκοπούς στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, όπου ίδρυσαν εκπαιδευτήρια στο Λάμποβο, την Πρεμετή, τη Νίβανη, το Δέλβινο και τη Δρόβιανη, ενώ μέχρι και σήμερα λειτουργεί το Ζάππειο Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη.
Η διαθήκη του Ευαγγέλη Ζάππα
Ο Ευαγγέλης Ζάππας υπήρξε οραματιστής, αλλά με τη διαθήκη του ανέδειξε την πραγματιστική πλευρά της σκέψης του. Συντάσσοντάς την τον Νοέμβριο του 1860, έναν μόλις χρόνο μετά τα Α΄ Ολύμπια, έδειξε ότι όχι μόνο είχε κατανοήσει την αναγκαιότητα των εμποροβιομηχανικών εκθέσεων, αλλά διατύπωσε και εμπεριστατωμένη άποψη για την προστασία και την αναβάθμισή τους. Ακληρος και μοναχικός, ιδιότροπος αλλά νουνεχής, ο Ζάππας είχε πλήρη συναίσθηση του μεγέθους της πράξης του. Διορατικός και έμπειρος, οικονομικά ανεξάρτητος, οξύνους και φιλόπατρης, γνώριζε εκ των προτέρων, περισσότερο από όσους ενεπλάκησαν με τη χορηγία του, την εμβέλεια του θεσμού που καθιέρωνε. Γι' αυτό στη διαθήκη του φρόντισε να τονίσει ότι όχι μόνο οι συγγενείς του, αλλά και «πας Έλλην, χωρίς εξαίρεσιν, έχει το δικαίωμα να επαγρυπνήση εις την εκτέλεσιν των διατάξεων της παρούσης διαθήκης μου και τους εναντίους αυτής να τους υποχρεώση διά του νόμου προς αποζημίωσιν και αποκατάστασιν των ειρημένων διατάξεων».
Η βούληση του Ζάππα αποτυπώθηκε με σαφήνεια ιδιαίτερα στην εντολή που άφηνε στον εξάδελφό του Κωνσταντίνο: «Να κτίση το κατάστημα των Ολυμπίων μετά του σταδίου αυτού αξιοπρεπές και ευρύχωρον, κατά το σχέδιον όπου έχω στείλει του κ. Ραγκαβή». Σύμφωνα επίσης με τη διαθήκη, το λείψανο της κεφαλής του εθνικού ευεργέτη, «εγκλεισμένον εντός αργυράς θήκης εν σχήματι ναΐσκου», εντοιχίστηκε στον αριστερό τοίχo του κυκλικού σχήματος Περιστυλίου του Μεγάρου την ημέρα των εγκαινίων του (1888). Μια αναμνηστική πλάκα απομένει για να θυμίζει τον χώρο όπου βρίσκεται έως σήμερα η κεφαλή του Ευαγγέλη Ζάππα. από toorama.blogspot.com
Το αρχοντικό του Ευαγγέλη Ζάππα όπως σώζεται σήμερα
Ο αϊτός του βουνού και του κάμπου, χαρισματικός ηγέτης και εξαίρετος οπλαρχηγός της Ηπείρου Ευθύμιος Γεωργίου Λιώλης γεννήθηκε στην Κρανιά της Β. Ηπείρου το 1880 και εκοιμήθη στην Αθήνα στις 16.6.1961. Για τους διακεκριμένους άνδρες κάθε γη είναι τάφος («Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» Αρχαίο ελληνικό ρητό).
Δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε και τέλος στη βιογραφία – ιστορία του οπλαρχηγού του Μακεδονο-Ηπειρωτικού Αγώνος Θύμιου Λιώλη.Οπως δεν υπάρχει αρχή και τέλος στους αγώνες για την λευτεριά της Ελληνικότατης Μακεδονίας και Ηπείρου. Λεβέντης καπετάνιος του Βούρκου και των Ριζών, τον έτρεμαν οι Αλβανοί αγάδες, οι αλλοεθνείς πλιατσικολόγοι, οι Τούρκοι, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, οι Αλβανοί και οι Ελληνες κομμουνιστές.
Οι Λιώληδες ήταν ένας δικέφαλος αετός που δεν νοιάστηκαν μόνο για την φωλιά τους, αλλά πέταξαν ψηλά και μακριά σε όλον τον γαλανόλευκο αέρα, σε ολόκληρα τα άγια πάτρια εδάφη από την Κρανιά Αγ. Σαράντα και Δελβίνου μέχρι τη Μακεδονία και ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που έχω στα χέρια μου του αείμνηστου Σπύρου ΛΑΜΠΡΙΔΗ – Ηπειρώτη δημοσιογράφου για τους ηρωικούς Βαλκανικούς Πολέμους στις περιοχές από την Αρτα – τα Τζουμέρκα, ως το Ζαγόρι- Καραμπεριά και πέραν το παλιό Πωγώνι, την Ντουβάδρα, στη μάχη της Κορώνης, ο Σωτήρης και ο Θύμιος Λιώλης και ο Αργυροκοστρίτης Γιάννης Πουτέτσης, μαζί με τους Κολοβαίους προστατεύουν τους φτωχούς. Το 1914 ο συνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης συνέστησε το Σύνταγμα του Δελβίνου με διοικητή τον Βλάσση Καραχρήστο.
Ο Θύμιος Λιώλης με τα διαλεκτά παλικάρια του εντάχτηκε σ’ αυτό και ανέλαβε τη διοίκηση του λόχου όπου πολεμούσαν τρία μερόνυχτα τους Λιάπηδες του άγριου Κουρβελεσίου. Εκεί ο ανθυποπλοίαρχος Στέφανος ΖΟΥΠΑΣ από τη Χιμάρα πληγώθηκε βαριά με σπασμένο πόδι στα τελευταία σπίτια της Κορώνης. Βγάζει το πιστόλι του για να σκοτωθεί και να μην πέσει ζωντανός στα χέρια του Μερσίν Γκιότση.
Πρόβαλε τότε ο ηρωικός ήρωας, ο Καπετάν Θύμιος Αιώλης, άψογος, άτρομος, κυπαρισσένιος. «Εγώ, λέει, θα πάω μόνος μου να φέρω εδώ τον λαβωμένο Ζούπα. Βαλλόμενος από παντού στην ανηφοριά της Κορώνης, βρήκε τον Ζούπα να βογγά από τους πόνους με το πιστόλι στο χέρι. Τον φορτώθηκε στις πλάτες του σαν να πήγαινε σε γάμο ή σε πανηγύρι, ενώ εκατοντάδες σφαίρες βουίζανε σαν μελίσσια γύρω του. Απτόητος, κατόρθωσε να φτάσει φορτωμένος εκεί όπου τους περίμενε χλιμιντρώντας το σπαθάτο ψαρί άλογό του που είχε αφήσει δεμένο σε ένα δέντρο όταν ανέβηκε στην Κορώνη. Καβάλησε ο Καπετάν Θύμιος το άλογό του, πήρε στη σέλα μπροστά τον Ζούπα και έφτασε στους δικούς του, χωρίς να τον βρει ούτε μία σφαίρα. Και μιαν άλλη ιστορία απ’ τις ατελείωτες του Καπετάνιου: Στην γνωστή μάχη της Τσούκας όπου σκοτώθηκε ο Γιάννης Πουτέτσης, αν και οι σφαίρες έπεφταν σαν χαλάζι, ο Θύμιος χίμηξε σαν αετός και πήρε τα επίσημα έγγραφα από τις τσέπες του νεκρού πια Πουτέτση και την επαύριον έστειλε αυστηρή προειδοποίηση προς τον διοικητή των Τουρκαλβανών να επιστρέψει τα κομμένα κεφάλια που τα είχαν κρεμάσει στην πλατεία του Δελβίνου γιατί αλλιώς θα έκοβε του ιδίου. Την άλλη μέρα τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών θα ενταφιάζονταν δίπλα στο νεκρό τους σώμα.
Υπό την δυναμική επέμβαση του καπετάνιου Θύμιου, στις 20 Ιουνίου 1943, τα σχέδια του αλβανικού και ελληνικού Κ.Κ. γκρεμίζονται στο κενό. Ερεθισμένοι οι Τουρκαλβανοί σχεδίασαν τη δολοφονία του καπετάνιου αλλά το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί φοβούνταν τον πατέρα του Γιώργο Λιώλη και ιδιαίτερα το μεγάλο αδελφό του Βασίλη (Τσίλη) που ήταν ατρόμητο παλικάρι. Παρ’ ότι αργότερα θα αναγκαζόταν να περπατήσει με ξύλινα πόδια, θα παρέμενε μεγάλος συμπαραστάτης τού κατά μικρότερου αδελφού του Θύμιου. Τα πόδια του Τσίλη ήταν κομμένα και τα δύο από τις αθλιότητες και τα βασανιστήρια των φυλακών της Ιταλίας. Ο Τσίλης και ο Θύμιος Λιώλης άρχισαν τους αγώνες από το 1900-1903 ενάντια σε αρκετές δυνάμεις Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία των Νιμέτ Αμπάζι και Σαλί Μπούτκα, Σαλί Βρανίστι, Αλί Μπινιέρι, από το Ζουλιάτι και πολλών άλλων και βγαίνουν νικητές. Πρώτος ο Καπετάνιος στο πλευρό του θρύλου της Μακεδονίας, Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, όπου τον κάλεσε κοντά του να αγωνιστούν εναντίον των Βουλγάρων Κομιταζήδων και Τούρκων το 1904-1909, αν και η Ηπειρος είχε τις δικές της περιπέτειες. Το προσωπικό της ενδιαφέρον έδειξε και τον θαύμασε η βασίλισσα Ολγα όταν τραυματίστηκε στους Μακεδονικούς Αγώνες και τον επισκέφτηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου τον είχαν μεταφέρει τα παλικάρια του Μελά.
Πρώτος ο Θύμιος μεταξύ των πρώτων το 1912 – 1913 να διώξουν τους Τούρκους από τα πάτρια εδάφη.
Πρώτος ο Θύμιος στον Αυτονομιακό Αγώνα του 1914 υπό τον Γιώργο Χρ. Ζωγράφο από το Κεστοράτι με τους θριάμβους στο πλευρό του υπουργού Αμύνης της Αυτονόμου Ηπείρου, στρατηγού Δημητρίου Δούλη και σηκώνει την γαλανόλευκη. Πρώτος ο Θύμιος στην Αργεντινή, όταν η πατρίδα τού ανέθεσε εθνική αποστολή, που εξετέλεσε στο ακέραιο, παρά τους κινδύνους σε άγνωστη χώρα.
Πρώτος ο Θύμιος στον εκκλησιαστικό και σχολικό αγώνα της Βορείου Ηπείρου (1934-1935), που δικαιώθηκε εν μέρει.
Πρώτος ο Θύμιος πολεμάει με τον Τουρκαλβανό Σαλί Βρανίστι στην Παπαράχη της Κρανιάς, όπου και του βούλωσε την κάννη το 1936. Ατρόμητος ο Θύμιος θα έμπαινε στο παλάτι του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου με το πιστόλι κρυμμένο στα πλούσια και μακριά μαλλιά του.
Πρώτος ο Θύμιος Λιώλης τον Οκτώβριο του 1940, αν και σε μεγάλη ηλικία (60 ετών), πολεμώντας κατά των Ιταλών και Αλβανών συνεργατών τους. Πρώτος ο Θύμιος με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την αποβίβαση του Βασιλικού Ναυτικού στους Αγίους Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940 και οδήγησε τους φαντάρους μας στο Κουρβελέσι, στην Λιαμπουριά.
Για την παλικαριά του αυτή τού απονέμεται ο τίτλος του Εξαίρετου Οπλαρχηγού της Ηπείρου. Πρώτος ο Θύμιος σχημάτισε την Βορειοηπειρωτική Απελευθερωτική Οργάνωση. Πρώτος ο Θύμιος με τον Τσάβο Κόκκαλη μπήκαν στους Αγ. Σαράντα και στο Δέλβινο τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η ιταλική στρατιά αφέθηκε στην τύχη της υπό τον στρατάρχη Μπαντόλιο, υψώνοντας την ελληνική σημαία.
Πρώτος ο Θύμιος με τον Τσάβο Κόκκαλη και τον Παπανδρέα μπήκαν στους Αγ. Σαράντα τον Οκτώβριο του 1944 εκδιώκοντας τους Γερμανομπαλίστες, υψώνοντας και πάλι τη γαλανόλευκη και εγώ, μικρό ανταρτάκι τους και θαυμαστής τους, κρατούσα τη μουσκέτα με καμάρι. Ναι, είμαι γόνος του μεγάλου Θύμιου Λιώλη και είμαι περήφανος γι’ αυτό, αφού χάρη σ’ αυτόν νιώθω σήμερα ότι σχετικά έκανα το καθήκον που μου δίδαξε «Ελλάς – Ελλάς, να μην τη ξεχνάς».
Ο θρυλικός καπετάνιος του Βούρκου κηρύχθηκε άσπονδος εχθρός του χοτζικού καθεστώτος και το όνομά του καταπολεμήθηκε επί 50 συνεχή χρόνια. Ο Καπετάν Θύμιος Λιώλης είναι λαμπρό παράδειγμα για τις επερχόμενες γενεές, για μελλοντικούς αγώνες μέχρις ότου ο διακαής πόθος των Ελλήνων, για λεύτερη Βόρεια Ηπειρο, γίνει πραγματικότητα.
Θύμιος Λιώλης και Βόρειος Ηπειρος είναι δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους: Η Ιστορία έγραψε με ανεξίτηλα γράμματα το όνομα του ήρωα και οι μεταγενέστεροι θα αντλούν δύναμη από την ανδρεία του οπλαρχηγού των βορειοηπειρομακεδονικών βουνών και θα υμνούν εσαεί τα κατορθώματα του απαράμιλλου αγωνιστή της Χριστιανοσύνης και του Ελληνισμού.
Αιωνία σου η μνήμη, αθάνατε Καπετάνιε, που πενθούσες τη Βόρειο Ηπειρο μέχρι το μνήμα σου.
Η εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ για τον θάνατο του Θύμιου Λιώλη
Απέθανε το παλληκάρι του Βούρκου
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΘΥΜΙΟ ΛΙΩΛΗΣ
Το πρωί της Παρασκευής 16 Ιουνίου, απέθανε στο Κρατικό Νοσοκομείο, όπου ενοσηλεύετο από ολίγων ημερών, το γνωστό σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο και ιδιαίτερα στην Επαρχία Δελβίνου παλληκάρι, ο θρυλικός αρχηγός του Βούρκου, ο καπετάν Θύμιο Λιώλης, σε ηλικία 83 ετών. Η είδηση του θανάτου του, εσκόρπισε αφάνταστη λύπη σ’ εκείνους που τον γνώρισαν από κοντά, σ’ εκείνους που επολέμησαν μαζύ του και εξετίμησαν τα καταπληκτικά κατορθώματά του, τους συνεχείς αγώνας του, το ακατάβλητο θάρρος του, τη λεβεντιά του. Ο Θύμιος Λώλης γεννήθηκε στην Κρανιά του Δελβίνου και από μικρός εμποτίστηκε με μίσος κατά των αγάδων, των τσιφλικάδων της περιοχής και όλων των εχθρών του Γένους και διάλεξε το ντουφέκι ως μοναδικό μέσο για να τους πολεμήσει.
Το 1904 ο επίσης θρυλικός αρχηγός της Χειμάρρας Σπυρομίλιος τον έστειλε στη Μακεδονία υπό τας διαταγάς του ωσαύτως θρυλικού Ηπειρώτη αρχηγού Παύλου Μελά, όπου επολέμησε γενναία. ‘Υστερα, γύρισε στην πατρίδα του και ωργάνωσε ανταρτικό σώμα δικό του, το οποίο συνειργάσθη το 1912 με τον αείμνηστο Αργυροκαστρίτη Οπλαρχηγό Ι. Πουτέτση. Μετά τον φόνο του Πουτέτση στην «Τσούκα» της Επαρχίας Δελβίνου, ο Θύμιος συνέχισε τους αγώνας του πολεμώντας και τους Τούρκους και τα άτακτα στίφη των αλβανικών συμμοριών, που εμφανίσθηκαν τότε με την κήρυξιν του πολέμου, για να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πληθυσμό και ιδρύσουν την Αλβανία. Το 1914 με την κήρυξη της Επαναστάσεως του Βορειοηπειρωτικού λαού εναντίον των ισχυρών της Γής για την άδικη απόφασή τους, ο καπετάν Θύμιος από τους πρώτους προσεχώρησε σ’ αυτήν. Πολέμησε γενναία σε όλες τις μάχες, προκαλέσας τον θαυμασμόν δια την τόλμην του, την ευκινησίαν του και την καταπληκτικήν σκοπευτικήν του ικανότητα. Μετέπειτα όταν η Βόρειος Ήπειρος επεδικάσθη εις τους Αλβανούς, ο καπετάν Θύμιος σε όλους τους αγώνας του εκεί Ελληνισμού έδινε το παρόν. Το 1934 κατά την απεργία των κατοίκων δια τα σχολεία ο Θύμιος με τους άλλους ηγέτας του εκεί Ελληνισμού εξωρίσθη. Και κατά τον πόλεμο του 1940 ο Θύμιος Λώλης πρώτος στον αγώνα.
Το 1941 ήρθε στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Μα οι Αλβανοί που αποτελούσαν τη θλιβερή συνοδεία των Ιταλών, τον συνέλαβαν, τον μετέφεραν στα Τίρανα και τον κατεδίκασαν διότι κατά τον πόλεμο βοήθησε τον ελληνικό στρατό. Τον άφισαν αργότερα, αλλά ο καπετάν Θύμιος δεν ησύχασε. Ωργάνωσε σώμα από 500 περίπου Βουρκάρηδες και πολεμούσε κατά των Γερμανών, Ιταλών και Αλβανών. Οι Αλβανοί όμως δεξιοί και αριστεροί τον κυνήγησαν και το 1944 κατέφυγε με λίγα παλληκάρια στις ομάδες του Ζέρβα. ‘Ηρθε στην Αθήνα ζώντας πάντοτε με τον καυμό πώς θα ξαναγυρίση πίσω στον τόπο του, αλλά πέθανε πικραμένος που δεν πραγματοποιήθηκε ο πόθος του.
Το «Ηπειρωτικόν Μέλλον» που τον φιλοξενούσε πάντοτε στα γραφεία του και φεύγοντας απ’ αυτό προ ημερών έπεσε στο δρόμο από τους πόνους που του προξενούσαν τα τραύματα πούχε στο σώμα του, γράφει τα λίγα αυτά λόγια. Η δράση όμως του θρυλικού καπετάν Θύμιου, είναι πολύ μεγάλη και θα επανέλθη. Δεν κλαίει για το θάνατό του, γιατί στα παλληκάρια δεν ταιριάζουν κλάματα. Μα κι αν πέθανε οι αγώνες του και οι θυσίες του θα μείνουν πάντα χαραγμένοι στη σκέψη όλων των Βορ/τών. Στα βουνά και τα λαγκάδια του Νομού Αργυροκάστρου και ιδιαίτερα της Επαρχίας Δελβίνου θα αχάη το θρυλικό τραγούδι: «Μέσ’ της Δρόβιανης τη ράχη Θύμιο Λιώλης κάνει μάχη».
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ
Η νεκρώσιμη ακολουθία του αείμνηστου Μπάρμπα Θύμιου εψάλη την επομένη και ώρα 11 στο Ναό των Αγίων Αναργύρων. Προσήλθον δε εις αυτήν όλα σχεδόν τα Διοικητικά Συμβούλια των Βορειοηπειρωτικών Οργανώσεων και πολλοί συμπατριώται. Κατετέθησαν στέφανοι: Της Κ.Ε. Βορ. Αγώνος- με δαπάνες της οποίας και εκηδεύθη- της Ενώσεως Επαρχίας Δελβίνου κλπ. Τον απεχαιρέτισαν δε εκφράσαντες την θλίψιν των και εξάραντες τους αγώνας του:Ο Σεβ. Μητροπολίτης Αργυροκάστρου κ. Παντελεήμων και Πρόεδρος της Κ.Ε.Β.Α., ο κ. Μιχ. Πάντος Πρόεδρος της Ενώσεως Επαρχίας Δελβίνου, ο κ. Κ. Κίκιλης, ο Πρόεδρος της Αδελφότητος Δροβιανιτών και συμπολεμιστής του κατά το 1914 κ. Κ. Σούτης, ο κ. Β. Τσέπος, φαρμακοποιός συνεργάτης του εις την Επαρχίαν Δελβίνου και Κ. Καραθάνος εκ μέρους των νέων της Επαρχίας του Βούρκου. Άπαντες δε τον συνώδευσαν στην τελευταία του κατοικία με εκδηλώσεις ειλικρινούς θλίψεως.
Αθ. Γκογκώνης
Το βίντεο με ολόκληρη την εκδήλωση για την 103η επέτειο της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου στο Μνημείο του Θύμιου Λιώλη στην Κρανιά Δελβίνου
Φωτογραφίες
Οι φωτογραφίες που περιέχουν λεζάντα προέρχονται από το ιστολόγιο "Ο Παιδαγωγός"