Ο Σπυρίδων Βλάχος υπήρξε ηγετική μορφή του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα το 1914, ως Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης και ως Υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτονόμου Ηπείρου.
Ήταν όμως μπροστάρης και σε όλους τους Εθνικούς Αγώνες.
Γεννήθηκε τo 1873 στη Χηλή της Βιθυνίας (Μικρά Ασία). Η οικογένειά του καταγόταν από τη Ρουψιά του Πωγωνίου Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1895 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία απεφοίτησε το 1899.
Χειροτονήθηκε διάκονος και διορίσθηκε θεολόγος καθηγητής και ιεροκήρυκας στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, ενώ αργότερα υπηρέτησε ως αρχιερατικός επίτροπος Καβάλας. Εκεί οργάνωσε την περιοχή και αναμίχθηκε στην κίνηση του Μακεδονικού Αγώνα που μόλις άρχιζε.
Στην Καβάλα συνεργάσθηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και δύο άλλους διπλωμάτες που η Ελλάδα είχε στείλει για να οργανώσουν την αντίδραση στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο και τον Νικόλαο Μαυρουδή.
Τον Αύγουστο 1906 ο Σπυρίδων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης και στάλθηκε στην Ήπειρο για να αναλάβει την εθνικοθρησκευτική του αποστολή. Εκεί, στη Βελλά, δίπλα από το Καλπάκι, ίδρυσε το 1911 το ομώνυμο ιεροδιδασκαλείο. Ταυτόχρονα συνέβαλε στην ίδρυση στην Αθήνα της «Ηπειρωτικής Εταιρείας», η οποία θα προετοίμαζε την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον οθωμανικό ζυγό.
Κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο 1912-13 έδρασε εθνικά στην Κόνιτσα, όπου συνελήφθη από τον στρατηγό Τζαβίτ πασά, ο οποίος τον παρέπεμψε στο στρατοδικείο. Ο Σπυρίδων καταδικάσθηκε σε θάνατο για τη δράση του και η εκτέλεσή του απετράπη μόνον ύστερα από προσωπικό ενδιαφέρον του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, προς τον διοικητή της Ηπείρου Εσάτ Πασά.
Ο Σπυρίδων, μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ήταν όμως μπροστάρης και σε όλους τους Εθνικούς Αγώνες.
Γεννήθηκε τo 1873 στη Χηλή της Βιθυνίας (Μικρά Ασία). Η οικογένειά του καταγόταν από τη Ρουψιά του Πωγωνίου Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1895 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία απεφοίτησε το 1899.
Χειροτονήθηκε διάκονος και διορίσθηκε θεολόγος καθηγητής και ιεροκήρυκας στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, ενώ αργότερα υπηρέτησε ως αρχιερατικός επίτροπος Καβάλας. Εκεί οργάνωσε την περιοχή και αναμίχθηκε στην κίνηση του Μακεδονικού Αγώνα που μόλις άρχιζε.
Στην Καβάλα συνεργάσθηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και δύο άλλους διπλωμάτες που η Ελλάδα είχε στείλει για να οργανώσουν την αντίδραση στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο και τον Νικόλαο Μαυρουδή.
Τον Αύγουστο 1906 ο Σπυρίδων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης και στάλθηκε στην Ήπειρο για να αναλάβει την εθνικοθρησκευτική του αποστολή. Εκεί, στη Βελλά, δίπλα από το Καλπάκι, ίδρυσε το 1911 το ομώνυμο ιεροδιδασκαλείο. Ταυτόχρονα συνέβαλε στην ίδρυση στην Αθήνα της «Ηπειρωτικής Εταιρείας», η οποία θα προετοίμαζε την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον οθωμανικό ζυγό.
Κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο 1912-13 έδρασε εθνικά στην Κόνιτσα, όπου συνελήφθη από τον στρατηγό Τζαβίτ πασά, ο οποίος τον παρέπεμψε στο στρατοδικείο. Ο Σπυρίδων καταδικάσθηκε σε θάνατο για τη δράση του και η εκτέλεσή του απετράπη μόνον ύστερα από προσωπικό ενδιαφέρον του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, προς τον διοικητή της Ηπείρου Εσάτ Πασά.
Ο Σπυρίδων, μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Όμως με την απόδοση του βόρειου τμήματος της Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος τον Δεκέμβριο του 1913, έγνοια του έγινε ο βασανισμένος Ελληνισμός της περιοχής εκείνης.
Ο φλογερός Ιεράρχης δημιουργεί, με άλλους διαπρεπείς άνδρες, το κίνημα της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου, θέτοντας έτσι τα στερεά θεμέλια της διεκδίκησης των απαράγραπτων δικαίων του υπόδουλου τούτου τμήματος της Πατρίδας.
Ο Ηπειρώτης πολιτικός Γεώργιος Ζωγράφος, μαζί με τον Μητροπολίτη Σπυρίδωνα , κηρύσσει την Αυτονομία της Β. Ηπείρου και υψώνει στο Αργυρόκαστρο στις 17 Φεβρουαρίου 1914 τη σημαία της Αυτονομίας και συγκροτείται προσωρινή Κυβέρνηση.
Ο Σπυρίδων ορίζεται Υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών της κυβέρνησης της Αυτονόμου Ηπείρου.
Ο Σπυρίδων Βλάχος είναι η ψυχή αυτών των γεγονότων. Οργανώνεται στρατός που νίκησε τους Αλβανούς βόρεια του Αργυρόκαστρου. Ελευθερώνονται οι πόλεις της Β. Ηπείρου από τους Τουρκαλβανούς και αναπνέουν και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Ακούραστος περιέρχεται την Β. Ήπειρο και υψώνει τη σημαία της Αυτονομίας σε κάθε χωριό και πόλη σε αντίθεση με το Ελληνικό κράτος, που δέχτηκε την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στους Αλβανούς έναντι της παραχώρησης στην Ελλάδα μερικών νήσων του Αιγαίου.
Στις 17 Μαΐου 1914 υπογράφεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο αναγνωρίζεται διεθνώς και από αυτούς τους Αλβανούς η Ελληνικότητα της Β. Ηπείρου και η αυτονομία της, υπό σκιώδη Αλβανική επικυριαρχία. Η χαρά και η συγκίνηση του Δεσπότη είναι απερίγραπτη. Βλέπει τους αγώνες του και αυτούς των συμπατριωτών του να στέφονται με επιτυχία. Ζει τη χαρά των βόρειων Ηπειρωτών που απαλλάσσονται από την κυριαρχία των Αλβανών και ξαναγίνονται ελεύθεροι Έλληνες. Το 1915, παράλληλα με τις εκλογές στην Ελλάδα, γίνονται εκλογές και στη Β. Ήπειρο. Εκλέγονται 15 βουλευτές που εισήλθαν στη Βουλή των Ελλήνων, όπου έγιναν ενθουσιωδώς δεχτοί από την Ελληνική Αντιπροσωπεία. Τούτο ήταν η τελείωση της χαράς του Δεσπότη και το επιστέγασμα της νίκης των Βορειοηπειρωτών.
Το 1916 μετετέθη στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων, όπου πιο έντονα συνεχίζει το θρησκευτικό του έργο, παράλληλα με την συνεχή προσφορά του στον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό.
Στις 29 Ιουλίου 1919 γίνεται η Συμφωνία Βενιζέλου - Τιτόνι (Υπουργού Εσωτερικών της Ιταλίας), με την οποία η Β. Ήπειρος παραχωρείται στην Ελλάδα.
Η Ιταλία αμέσως με την αλλαγή του Υπουργού Εξωτερικών καταγγέλλει τη Συμφωνία αυτή και καταφέρνει να επαναφέρει το Σύμφωνο της Φλωρεντίας του 1913 και έτσι ορίζεται Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου για τη χάραξη των συνόρων Ελλάδας και Αλβανίας, πράγμα που έφερε τον διαχωρισμό της Ηπείρου σε Βόρειο και Νότιο.
Ο Δεσπότης Σπυρίδων γίνεται περίλυπος μέχρι θανάτου. Αποσύρεται στη Μητρόπολή του και παρακαλεί τον Κύριο των Δυνάμεων να προστατεύει τον Ελληνισμό της Β. Ηπείρου. Παράλληλα κάνει ο,τι μπορεί για την πνευματική προκοπή του ποιμνίου του.
Κατά τον ένδοξο πόλεμο των Ελλήνων κατά των Ιταλών το 1940-41, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του Αγώνα και με τη μεγάλη προσφορά του ελευθερώνεται ξανά η Β. Ήπειρος από τον Ελληνικό Στρατό. Στις 9 Δεκεμβρίου 1940 μεταβαίνει στο Αργυρόκαστρο, μία μέρα μετά την απελευθέρωση τη πόλης από τον Ελληνικό Στρατό όπου συμμετέχει στη Δοξολογία με τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα μέσα σε κλίμα έντονης συγκίνησης.
Μετά τη Γερμανική εισβολή πάλι ο μεγάλος Δεσπότης βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του και του προσφέρει κάθε βοήθεια, πνευματική και υλική.
Το 1949, λόγω του αδιαμφισβήτητου κύρους του και της αξιόλογης πείρας που απέκτησε από μια ολόκληρη ζωή προσφοράς στον Χριστό και την Ελλάδα, εκλέγεται επάξια από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Από τη νέα αυτή έπαλξη ανέπτυξε για μια επταετία υπεράνθρωπη δραστηριότητα. Συμμετείχε ενεργά σε κάθε εκδήλωση και ενέργεια του Έθνους. Στο πρόσωπό του και στον αγώνα του ετιμάτο ολόκληρη η Εκκλησία της Ελλάδος. Παρών στον επαναπατρισμό των συμμοριτοπλήκτων και στην επιστροφή των παιδιών του παιδομαζώματος.
Παρών στην ανοικοδόμηση των καταστραφέντων ναών κατά το συμμοριτοπόλεμο και στην ανοικοδόμηση των σεισμοπλήκτων Νήσων. Ιδρύει τυπογραφείο και θεολογικό οικοτροφείο στην Αποστολική Διακονία στην Αθήνα.
Παρών στον Αγώνα των Κυπρίων για ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. Από τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Αυτοδιαθέσεως Κύπρου ενεργοποιεί όλες του τις δυνάμεις και κάνει ό,τι του είναι δυνατό, για να πετύχει η Αγωνιζόμενη Κύπρος τον ιερό σκοπό της.
Στις 20 Αυγούστου 1954, ημέρα της κατάθεσης της προσφυγής της Ελληνικής Κυβέρνησης για το Κυπριακό ενώπιον του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καλεί τον Ελληνικό Λαό στην Πλατεία Συντάγματος.
Εκατοντάδες χιλιάδες ακούνε το λόγο του Αρχιεπισκόπου.
«Ο αγών διά την Κύπρον είναι αγών Πανελλήνιος. Είναι αγών ιερός».
«Χώρος ελληνικός υπήρξε πάντοτε εις την ιστορίαν η Κύπρος και λαός Ελληνικός κατώκει και κατοικεί την μεγαλόνησον».
«Η Εκκλησία της Ελλάδος, ήτις κατά μακραίων παράδοσιν αυτής συμμετέσχεν εις πάσας τας περιπετείας του Έθνους, επρωτοστάτησεν απ’ αρχής και εις τον εθνικόν τούτον αγώνα».
«Εμμείνατε, αδελφοί Κύπριοι, σταθερώς και αμετακινήτως, υπερασπίζοντες τας εθνικάς επάλξεις. Η εμμονή σας και η έντασις του αγώνος θα διδάξη τους κυριάρχους, ότι πρέπει να εγκαταλείψουν την Κύπρον, όπως εγκατέλειψαν ήδη και άλλους τόπους».
«Αδελφοί Κύπριοι, η ελευθερία δεν παρέχεται και δεν χαρίζεται εις τους υποδούλους λαούς, κατακτάται και παίρνεται δια των θυσιών τους».
«Διότι το πανελλήνιον αίτημα δια την Ένωσιν της Κύπρου μετά της Ελλάδος, εν πάση περιπτώσει και παρά πάσαν αντίδρασιν, θα εκπληρωθεί».
Απευθυνόμενος προς τον Ελληνικό Λαό, είπε:
«Πρέπει να έχης την ευκαιρίαν να δείξης, ότι η Ένωσις της Κύπρου, όχι μόνον αποτελεί διακαή πόθον σου, αλλά, εφ’ όσον δεν εκπληρούται, είναι και ο βαθύτατος πόνος σου και το πλέον επίμονον και επιτακτικόν αίτημά σου».
Η Κυπριακή Πρεσβεία του Δημοψηφίσματος της 15ης Ιανουαρίου, τον Ιούλιο του 1950 βρίσκεται στην Αθήνα.
Την υποδέχεται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδωνας με ιερή συγκίνηση στο κέντρο του ελευθέρου Ελληνισμού.
Δηλώνει στον Πρόεδρο της Πρεσβείας, Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, ότι, αν το επίσημο κράτος σιγήσει στην υποστήριξη του ιερού αγώνα της Κυπριακής Πρεσβείας, ουδεμία δύναμη θα μπορέσει να συγκρατήσει τη φωνή του Πανελληνίου, με την Εκκλησία επίκεφαλής, που θα ακουστεί στα πέρατα του κόσμου.
Οι εφημερίδες ενθουσιωδώς υποδέχονται την Κυπριακή Πρεσβεία και προβάλλουν κάθε εκδήλωσή της.
Η Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου διοργάνωσε την 21 Ιουλίου 1950 συλλαλητήριο στο καλλιμάρμαρο Στάδιο των Αθηνών. Παρόντες και όλοι οι ιερείς των Αθηνών. Στη μέση του Σταδίου υπήρχε το περίγραμμα της Κύπρου, στο κέντρο του οποίου στήθηκε το βήμα, απ’ όπου ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων μίλησε, απευθυνόμενος προς τις χιλιάδες του λαού και προς το επίσημο κράτος, όπως και προς κάθε ελεύθερο άνθρωπο.
Με στεντόρεια φωνή συγκίνησε τους πάντες και έκανε το κυπριακό αίτημα πανελλήνιο, ενθουσίασε και χαροποίησε την Κυπριακή Πρεσβεία και με τις ευχές και τις ευλογίες του την κατευόδωσε στον προορισμό της για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων διακονούσε πιστά την Εκκλησία του Χριστού και πρωτοστατούσε σε κάθε μεγάλο εθνικό θέμα. Ακολούθησε πιστά το του Κυρίου «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτου τίθησιν υπέρ των προβάτων».
Πλήρως ικανοποιημένος ότι εκτελούσε στο ακέραιο το καθήκον απέναντι στην Ελληνική Εκκλησία και με την άνθιση της Επανάστασης στην Κύπρο, που ήταν ο μεγάλος του καημός, απεδήμησε προς Κύριον την 21 Μαρτίου 1956.
Ο θάνατος του μακαριστού Σπυρίδωνα λύπησε βαθιά όχι μόνο την Εκκλησία αλλά και το Έθνος ολόκληρο, γιατί υπήρξε ηρωικός και ακατάβλητος πρωταγωνιστής στους δύσκολους καιρούς.
Με το άκουσμα του θανάτου του συνήλθε εκτάκτως η Ιερά Σύνοδος, όπου μίλησαν Δεσποτάδες για τον Μεγάλο Νεκρό και διαγωνίζονταν ποιος θα πει καλύτερα λογια και μεγαλύτερους επαίνους.
Ελέχθησαν πολλά για τον Σπυρίδωνα, αδύναμα όμως να πλησιάσουν τα έργα, Θρησκευτικά, Εθνικά και Κοινωνικά του ενός και μόνου, που θα ‘ναι δύσκολο να παρουσιαστεί ξανά όμοιός του.
Πέρασε και ο Αυλάρχης του Βασιλιά, για να υποβάλει τα συλλυπητήρια της Βασιλικής Οικογένειας.
Υπέβαλαν τα συλλυπητήρια Υπουργοί και Αξιωματούχοι του Κράτους.
Αποφασίστηκε η ταφή να γίνει το Σάββατο, 24 Μαρτίου, και στη συνέχεια ο νεκρός μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα.
Κατά χιλιάδες ο κόσμος περίλυπος πλησίαζε και προσκυνούσε τον μεγάλο νεκρό.
Ήταν ο δικός του, ο μπροστάρης του, ο Αρχιεπίσκοπός του.
Η κηδεία του έγινε την 24 Μαρτίου.
Παρών ο Βασιλεύς των Ελλήνων και όλοι οι επίσημοι του Κράτους και αμέτρητο πλήθος λαού.
Στον αείμνηστο Σπυρίδωνα αποδόθηκαν τιμές Πρωθυπουργού εν ενεργεία. Ο Δήμος Αθηναίων, τιμής ένεκεν, παρεχώρησε δωρεάν χώρο στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Πάνω στον τάφο οι Ηπειρώτες έρριψαν χώμα Ηπειρώτικο, για να θυμίζει τους μεγάλους αγώνες, Εθνικούς και Θρησκευτικούς που έκανε γι’ αυτούς ο Μεγάλος Δεσπότης, ο Σπυρίδωνας Βλάχος.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!
Πηγές :
- Άρθρο Ρένου Κυριακίδη «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, Τεύχος 10ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου