Στις 10 Φεβρουαρίου η Οργανωτική Επιτροπή (Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Κορυτσάς Γερμανός, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων) αποφάσισε να κηρύξει την Βόρειο Ήπειρο Αυτόνομη Πολιτεία. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση διατάζει τον συνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη από την Νίβιτσα να συλλάβει τον Σπύρο Σπυρομήλιο, μη γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός, όσο και πλήθος άλλων αξιωματικών, έχουν προσχωρήσει στην Βορειοηπειρωτική Επανάσταση. Φυσικά ο Δούλης αρνείται να εκτελέσει την διαταγή παρά την απειλή του Βασιλιά Κωνσταντίνου ότι θα θεωρηθεί λιποτάκτης.
Την ίδια μέρα φτάνει στην Κορυτσά ο υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, με αποστολή να επιβλέψει την εκκένωση και την παράδοση της περιοχής σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις και διαταγές της Κυβερνήσεως. Αφού ενημέρωσε σχετικά σε συγκέντρωση τους αξιωματικούς, την επομένη κάλεσε στην Μητρόπολη όλα τα μέλη της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας της Κορυτσάς και πολλούς προκρίτους της περιοχής και τους ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα, χάρη ύψιστων εθνικών συμφερόντων, ήταν υποχρεωμένη να αποχωρίσει από την περιοχή. Τους διαβεβαίωσε όμως ότι η ζωή, η τιμή, η περιουσία, τα εκκλησιαστικά και σχολικά προνόμια των κατοίκων είχαν εξασφαλισθεί.
Η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας συνήλθε την νύχτα σε έκτακτη σύσκεψη και με απόφαση της διαβιβάσθηκε στον υποστράτηγο Παπούλα έγγραφο, στο οποίο διατυπωνόταν η απαίτηση να της επαναλάβει γραπτώς τα όσα το πρωί ανακοίνωσε στην Μητρόπολη. Ο υποστράτηγος Παπούλας διαμήνυσε στην Επιτροπή μέσω του αστυνομικού διευθυντή, ότι έπρεπε να διαλυθεί αμέσως και στην συνέχεια, έστειλε στον Μητροπολίτη Γερμανό έγγραφη απάντηση στα αιτήματα, με την οποία τους διαβεβαίωνε ότι με μέριμνα της Ελληνικής Κυβερνήσεως η ζωή, η περιουσία, η εθνική οντότητα και τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν εξασφαλισμένα.
Η Επιτροπή συνεδρίασε για τελευταία φορά, πριν διαλυθεί οριστικά, στις 14 Φεβρουαρίου. Στην συνεδρίαση αυτή έγινε ενημέρωση των μελών της πάνω στα αποτελέσματα της Πανηπειρωτικής Συνελεύσεως από τους αντιπροσώπους της Κορυτσάς, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν επιστρέψει και καταβλήθηκε προσπάθεια να πεισθεί κάποιος αξιωματικός να παραμείνει και να τεθεί επικεφαλής του αγώνα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Την νύχτα 14 προς 15 Φεβρουαρίου ο υποστράτηγος Παπούλας αναχώρησε για το Αργυρόκαστρο, ενώ ο συνταγματάρχης Κοντούλης θα μεριμνούσε για την εκτέλεση των διαταγών που αφορούσαν στην εκκένωση και την παράδοση της περιοχής Κορυτσάς. Την επομένη, 15 Φεβρουαρίου, έγινε κανονικά η αποστράτευση των ντόπιων στρατιωτών των ταγμάτων Κατοχής, οι οποίοι και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Ταυτόχρονα άρχισε και η αποχώρηση των μονάδων της 8ης Μεραρχίας προς την Ερσέκα και την Φλώρινα. Στην Κορυτσά παρέμειναν μόνο μερικοί λόχοι για την επιτήρηση της τάξεως και την παράδοση της πόλεως.
Πένθος και αγωνία επικρατούσε σε ολόκληρη την πόλη. Οι Χριστιανοί είχαν διαταχθεί να παραμείνουν στα σπίτια τους. Πολλές όμως οικογένειες έφευγαν ή ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν από την πόλη, μέσα στον βαρύτατο χειμώνα και παρά την έλλειψη μεταφορικών μέσων. Την παγερή σιωπή διέκοπτε κατά διαστήματα η φωνή του κήρυκα που ανακοίνωνε στους κατοίκους τα γεγονότα: «Την Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου οι Αλβανοί θα εισέλθουν στην Κορυτσά. Οι Χριστιανοί να παραμείνουν στα σπίτια τους». Στο μεταξύ είχε ήδη εκκενωθεί η Μοσχόπολη.
Στις 13 Φεβρουαρίου ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος (φωτογραφία) αναχωρεί από την Αθήνα, κάτω από τις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την οποία προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση. Δύο μέρες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου, φτάνει στο Αργυρόκαστρο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχονται με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Κατά την εμφάνιση του διαδραματίζονται συγκλονιστικές σκηνές. Εκεί σχηματίζει την προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου, αποτελούμενη από τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής.
πηγή: «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας 1914» Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου